Λούπερκος

Λούπερκος
Λούπερκος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λούπερκος — (3ος αι. μ.Χ.). Φιλόλογος από τη Βηρυτό. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω στο 270 μ.Χ. Οι σύγχρονοί του τον αναφέρουν με σεβασμό, μολονότι πολλοί αγνοούσαν τα έργα του. Έγραψε Περί του (φορίου) αν εις τρία βιβλία, Περί της καρίδος, Περί του… …   Dictionary of Greek

  • Λουπέρκου — Λούπερκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουπέρκους — Λούπερκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λούπερκοι — Λούπερκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λούπερκον — Λούπερκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”